προσεικότα

προσεικότα
προσέοικα
to be like
perf part act neut nom/voc/acc pl
προσέοικα
to be like
perf part act masc acc sg
προσίημι
let come to
perf part act neut nom/voc/acc pl
προσίημι
let come to
perf part act masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • έξωρος — ἔξωρος, ον (AM) 1. παράκαιρος («ἔξωρα πράσσω κοὐκ ἐμοὶ προσεικότα» ενεργώ παράκαιρα και ανάρμοστα, Σοφ.) 2. αυτός που έχει περάσει πια την κατάλληλη εποχή ή ηλικία για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < έξω + ώρα «εποχή, καιρός»] …   Dictionary of Greek

  • προσέοικα — και αττ. τ. προσεῑκα και παθ. τ. παρακμ. προσήιξαι Α (παρακμ. με σημ. ενεστ.) 1. φαίνομαι όμοιος, μοιάζω με κάποιον ή με κάτι (α. «λέοντι φαίνεται προσεικέναι», Ευρ. β. «κατὰ τὸ χρῶμα μόνον προσέοικεν ἱέρακι», Αριστοτ.) 2. φαίνομαι κατάλληλος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”